- μεσημερίου
- μεσημέριοςat middaymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσκαρίζω — οδηγώ το κοπάδι στη βοσκή μετά την ανάπαυση του μεσημεριού … Dictionary of Greek
καταμεσήμερο — το 1. η στιγμή τού μεσημεριού, η ακμή τής μεσημβρίας 2. (ως επίρρ.) καταμεσήμερο καταμεσήμερα* … Dictionary of Greek
μεσημέριασμα — το [μεσημεριάζω] 1. ο ερχομός τού μεσημεριού 2. αργοπορία, καθυστέρηση 3. το να περνά κανείς κάπου το μεσημέρι … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μεσημεριάτης — ο ο ήλιος τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημέρι + κατάλ. άτης] … Dictionary of Greek
μοναστικός — ή, ό (ΑΜ μοναστικός, ή, όν) [μοναστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοναστή ή αυτός που αρμόζει σε μοναχό, ο καλογερικός («η πυκνή μοναστική πόλη ξύπνησεν από τη νάρκη τού μεσημεριού», Παπαντ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναστικά ζωή… … Dictionary of Greek
ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… … Dictionary of Greek
Έδεσσας, δήμος — Δήμος (25.619 κάτ.) του νομού Πέλλης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Άγρα, Βρυτών, Καρυδιάς, Μεσημερίου, Νησίου, Πλατάνης, Ριζαρίου, Σωτήρας και Φλαμουριάς.… … Dictionary of Greek
Έδεσσας, Πέλλας και Αλμωπίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα της την Έδεσσα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 139 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 160 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες Έδεσσας … Dictionary of Greek